ηλιοκόσμητος

ηλιοκόσμητος
ἡλιοκόσμητος, -ον (Μ)
φρ. «οὐρανός ἡλιοκόσμητος» — ουρανός που στολίζεται από τον ήλιο, λαμπερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -κοσμητος (< κοσμώ «στολίζω»), πρβλ. αδια-κόσμητος, α-κόσμητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”